- πείρινθα
- ἡ, Αβλ. πείρινς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πείρινθα — πείρῑνθα , πείρινς wicker basket fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων … Dictionary of Greek
PLOXIMUM — Italis Transpadanis olim dicebatur capsum: Unde Catullus, Epigr. 98. v. 6. Gingivas ploximi habet veteris. Origine Graecâ, a πλέξις enim τρῶξις, πλέξιμον, ut a τρώξιμον; ex πλέξιμον autem ploximum fecêre Latini. Et quidem πλέγμα eiusmodi carrorum … Hofmann J. Lexicon universale